τριχολάβον

τριχολάβον
τριχολάβον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριχολάβῳ — τριχολάβον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχολάβος — ον, ΜΑ 1. (για όργανο ή εργαλείο) αυτός που πιάνει και αποσπά τις τρίχες 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ τριχολάβον το τριχολάβιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + λάβος (< λαμβάνω), πρβλ. ἀστρο λάβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”